- πολυλίμενος
- -ον, Α(για τόπο) αυτός που έχει πολλά λιμάνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + λιμήν, -ένος (πρβλ. ευ-λίμενος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυλίμενος — with many ports masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλίμενον — πολυλίμενος with many ports masc/fem acc sg πολυλίμενος with many ports neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυλιμενότης — ητος, ἡ, Α [πολυλίμενος] το να υπάρχουν σε μια περιοχή πολλά λιμάνια … Dictionary of Greek